- ὀξυπαγής
- ὀξῠ-πᾰγής, ές,A sharp-pointed,
στάλικες AP6.109
(Antip.) ;ὄνυξ Nonn.D.14.385
; prickly,κάραβος Opp.H.1.261
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάλικες AP6.109
(Antip.) ;ὄνυξ Nonn.D.14.385
; prickly,κάραβος Opp.H.1.261
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπαγής — ὀξυπαγής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός 2. ακανθώδης, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πᾱγης (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. ημι παγής] … Dictionary of Greek
ὀξυπαγής — sharp pointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπαγῆ — ὀξυπαγής sharp pointed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυπαγής sharp pointed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυπαγής sharp pointed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπαγεῖς — ὀξυπαγής sharp pointed masc/fem acc pl ὀξυπαγής sharp pointed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek